- ὑποβάθραι
- ὑποβάθρᾱͅ , ὑπόβαθραplinthfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποβάθρα — ἡ, ΜΑ μτφ. το υπόβαθρο, η κρηπίδα, το στήριγμα («ἵνα ταύτῃ χρήσηται ὑποβάθρᾳ τοῡ ὕψους τῆς ταπεινώσεως», Ισίδ. Πηλ.) αρχ. 1. βάθρο, στήριγμα αγάλματος 2. στον πληθ. αἱ ὑποβάθραι τα στάδια στην άσκηση τής αρετής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + βάθρα… … Dictionary of Greek